Θησειότριψ

Θησειότριψ
Θησειότριψ, ῐβος, , ([etym.] τρίβω)
A one who is always in the Theseum, i.e. a runaway slave, Ar.Fr.458.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θησειότριψ — θησειότριψ, ὁ (Α) αυτός που έχει καταφύγει και διαμένει στο Θησείο, δραπέτης δούλος ή εγκληματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησείον + τριψ (< τρίβω «περνώ τον καιρό μου»), πρβλ. αστύ τριψ, οικό τριψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”